- αμείλικτο
- amansız, sert
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χιμπατζής — (pαn troglodytes). Κατάρρινος πίθηκος της οικογένειας των ανθρωπόμορφων. Όρθιος έχει ύψος περίπου 1,50 μ. ο αρσενικός και 1,25 ο θηλυκός. Έχει μεγάλο κεφάλι, ανεπτυγμένο, σε σχέση με το κρανίο, το μπροστινό τμήμα του προσώπου, μικρά μάτια με… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… … Dictionary of Greek
μεφίτις — (Mephitis mephitis). Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών. Η μ. έχει περίπου το μέγεθος μιας κατοικίδιας γάτας, με μικρό κεφάλι, μικρά αυτιά, κοντά πόδια και μακριά χνουδωτή ουρά· το μήκος της κυμαίνεται μεταξύ 60 80 εκ., μαζί με… … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
Βάλιε Ινκλάν, Ραμόν Μαρία ντελ- — (Ramόn Maria del Valle Inclάn, Βαλιενουέβα ντε Αρόσα, Γαλικία 1866 – Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα 1936). Ισπανός συγγραφέας. Φυσιογνωμία εκκεντρική, και ως άνθρωπος και ως λογοτέχνης, όχι τόσο για τη ζωή που έκανε (ταξίδι σε αναζήτηση τύχης στο… … Dictionary of Greek
Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… … Dictionary of Greek
Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Κριάρης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από την επαρχία Σελίνου της Κρήτης. Το πραγματικό επώνυμο του γενάρχη της οικογένειας, Γεωργίου Κ. (βλ. 3.), ήταν Μπενουδάκης, αλλά αποκλήθηκε Κ. από τους συμπολεμιστές του, λόγω της γενναιότητας και της… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek